Δραστηριότητα
Η Άρπα κατά τον Μεσαίωνα η άρπα ήταν το κατεξοχήν αγαπημένο όργανο των Βασιλέων και των ευγενών. Ήταν όμως ακόμη μικρότερων διαστάσεων από τις σύγχρονες, και κρεμόταν με δερμάτινη ταινία από το λαιμό του οργανοπαίκτη. Ιδιαίτερη μεγάλη βοήθεια στην εξέλιξη της άρπας πρόσφερε ο Ιταλός Οράτιος Μίκης, στις αρχές του 17ου αιώνα, που γι'αυτό το λόγο έλαβε το προσωνύμιο «Νταλ Άρπα». Από τότε, εκτός της προσθήκης μερικών ακόμη χορδών και αύξησης του μεγέθους της, καμία άλλη μεταβολή δεν υπέστη το όργανο αυτό μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα, οπότε επινοήθηκε σύστημα ανύψωσης του τόνου όλων των χορδών, που εφαρμόσθηκε από τον Βαυαρό Χανσμπρούγκερ και που τροποποιήθηκε περί το 1800 από τον Σεμπαστιάν Εράρ (Sébastien Érard), το οποίο και διατηρείται μέχρι σήμερα. Τις κινήσεις ρυθμίζουν 7 πετάλια (πεντάλ), εκ των οποίων τα τρία χειρίζονται από το αριστερό πόδι και τα άλλα τέσσερα από το δεξιό. Τέλος, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κατασκευάστηκε και η ηλεκτρική άρπα.
Στην περίοδο της Αναγέννησης και του μπαρόκ αποτελεί συχνά τμήμα του συνεχούς βάσιμου, ωστόσο δεν χρησιμοποιείται σαν σολιστικό ή συμφωνικό όργανο ορχήστρας. Την εμφάνισή της στο κλασσικό ρεπερτόριο κάνει με τα κοντσέρτα για άρπα του Χέντελ και κομμάτια του Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ενώ στην κλασική περίοδο ο Μότσαρτ γράφει το περίφημο κοντσέρτο για φλάουτο και άρπα (K.299). Εισήχθη στην ορχήστρα από τον Μπερλιόζ με το έργο του "Φανταστική Συμφωνία", όπου κατά τις οδηγίες του συνθέτη απαιτούνται τουλάχιστον τέσσερις άρπες (προφανώς για την ισορροπία του ήχου). Η εδραίωση της άρπας ως συμφωνικό όργανο της ορχήστρας διατηρήθηκε από τους περισσότερους ρομαντικούς συνθέτες, όπως οι Βάγκνερ, Στράους, Πουτσίνι, Τσαϊκόφσκι. Στο ρεπερτόριο -τόσο το συμφωνικό όσο και το σολιστικό- συνέβαλαν και οι λεγόμενοι εξπρεσιονιστές (Ραβέλ, Ντεμπυσσύ, κ.λπ) καθώς επίσης και οι Ρώσοι (Κόρσακοφ, Στραβίνσκυ κ.ά.